περίκυφος

περίκυφος
-ον, Α
1. (κυρίως για ποτήρι) αυτός που είναι εντελώς κοίλος
2. φρ. «περίκυφον ἔκπωμα» — διπλό κύπελλο, δηλαδή ποτήρι κατασκευασμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί κανείς να πιει και από τις δύο πλευρές του, με την λαβή στη μέση, αμφικύπελλον*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + κυφός «κυρτός, καμπούρης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περίκυφον — περίκυφος bent all round masc/fem acc sg περίκυφος bent all round neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικυφώ — όω, Α [περίκυφος] (συν. το παθ.) περικυφοῡμαι, όομαι είμαι κυρτός από όλες τις πλευρές, είμαι εντελώς κυρτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”