- περίκυφος
- -ον, Α1. (κυρίως για ποτήρι) αυτός που είναι εντελώς κοίλος2. φρ. «περίκυφον ἔκπωμα» — διπλό κύπελλο, δηλαδή ποτήρι κατασκευασμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί κανείς να πιει και από τις δύο πλευρές του, με την λαβή στη μέση, αμφικύπελλον*.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + κυφός «κυρτός, καμπούρης»].
Dictionary of Greek. 2013.